- δοκίδες
- δοκίςplankfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκίδες — οι 1. ζεύγος χόνδρινων πετάλων ή ελασμάτων τού εμβρυϊκού κρανίου τών θηλαστικών 2. λεπτά διαφράγματα που ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες τών ασπονδύλων 3. ατελή διαφράγματα, ενδοδερμικά κύτταρα, εγκάρσιες παχύνσεις σε ορισμένα φυτά … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
σπογγώδης — ες / σπογγώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος] αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων 2. φρ.… … Dictionary of Greek
τεινοδοκίδας — ὁ, Μ (για τον θεό) αυτός που εκτείνει τα μετέωρα που ονομάζονται δοκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείνω + δοκίς, ίδος «είδος μετεώρου»] … Dictionary of Greek
υπόφυση — (Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι… … Dictionary of Greek
ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… … Dictionary of Greek
ՆԻԳ — (նգի, գաց.) NBH 2 0425 Chronological Sequence: 6c, 8c, 14c գ. μοχλός vectis, repagulum. Երկաթ կամ փայտ ձողաձեւ. փակաղակ դրան. աղխ. պարզունակ. դռնափակ. լծակ. գործի ամրացուցանելոյ, կամ խախտելոյ. ... *Արասցես նիգս յանփուտ փայտից. հինգ նիգ առ մի սիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)